λαϊκίστικος

λαϊκίστικος
-η, -ο
ο επιφανειακά λαϊκός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαϊκιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαϊκισμό («προβάλλει ένα σαφώς λαϊκιστικό πρόγραμμα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”